διάκριοι

διάκριοι
διάκριοι (Α)
1. μία από τις πολιτικές μερίδες τών Αθηνών μετά τον Σόλωνα
2. οι κάτοικοι τής Διακρίας στην Εύβοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζονται οι κάτοικοι τής Αττικής πριν από την εποχή τού Σόλωνος που κατοικούσαν στα υψηλά σημεία τής περιοχής, «διά (τά) άκρα», έκφραση από την οποία σχηματίστηκε η λ. Διάκριοι (πρβλ. υπεράκριοι και Παράλιοι, Πεδιακοί), κατ' αντιδιαστολή προς εκείνους που κατοικούσαν στις πλαγιές ή στα πεδινά. Ο παράλληλος τ. Διακριείς κατά τα εθνικά ονόματα σε -είς (πρβλ. Μεγαρείς, Ευβοείς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Διάκριοι — the Mountaineers masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκριοι — the Mountaineers masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διακρίων — Διάκριοι the Mountaineers fem gen pl Διάκριοι the Mountaineers masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακρίων — Διάκριοι the Mountaineers fem gen pl Διάκριοι the Mountaineers masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διακριέων — Διάκριοι the Mountaineers masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακριέων — Διάκριοι the Mountaineers masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διάκρια — Διάκριοι the Mountaineers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκρια — Διάκριοι the Mountaineers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПАРАЛИЯ —    • Paralĭa,          Παραλία, округ в Аттике, простиравшийся по берегу моря от Άλαὶ Αι̉ξωνίδες до Прасий. Жители этого округа составляли наряду с Πεδιαι̃οι и Διάκριοι во время Писистрата одну из трех политических партий (см. Partes, Партии).… …   Реальный словарь классических древностей

  • υπεράκριος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή πέρα από τα άκρα, από τα υψηλά σημεία που αποτελούν το σύνορο μιας πεδιάδας 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ὑπεράκριοι οι διάκριοι*, οι κάτοικοι τών λόφων και τών ορεινών περιοχών τής Αττικής 3. (το ουδ. πληθ. ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”